- ἔφυγεν
- φεύγωfleeaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
побѣгноути — ПОБѢГН|ОУТИ (17), ОУ, ЕТЬ гл. 1.Побежать, устремиться кудал.: и вънезапѹ жена сѹхорѹка˫а побѣже къ олтарю трепещющи и тр˫асѹщи рѹкою. СкБГ XII, 22б; и бы(с) сецѧ ѹ городьныхъ воротъ. и побѣгоша на онъ полъ. а дрѹзии въ коньць. и мостъ переметаша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ANNIBAL — I. ANNIBAL Carthaginensium Dux, Amilcaris fil. quem adhuc impuberem iureiurandô ante aras pater astrinxisle fertur, ut quam primum per aetatem liceret, arma contra Romanos sumeret. Sil. Ital. l. 1. v. 104. Olli permulcens genitor caput, oscula… … Hofmann J. Lexicon universale
ζαξ — ζάξ, κός, ἡ (Μ) γωνιά («ὁ δὲ Βαδούριος ἰδὼν τὸν βασιλέα ἔφυγεν ἀπὸ ζακὸς εἰς ζάκα», Θεοφάν.) … Dictionary of Greek
καματεύω — (AM καματεύω) [κάματος] νεοελλ. μσν. εργάζομαι στο χωράφι, οργώνω τη γη με το άροτρο, καλλιεργώ αρχ. (κατά τον Ησύχ.) (αόρ.) ἐκαμάτευσε «μετὰ κακοπαθείας εἰργάσατο καὶ ἔφυγεν» … Dictionary of Greek
συναπαίρω — Α 1. αποπλέω ή απέρχομαι μαζί με κάποιον («ἑκουσίως ἔφυγεν ἐκ τῆς Κρήτης μετὰ τῶν βουλομένων συναπᾱραι», Διόδ.) 2. αναχωρώ συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαίρω «αποπλέω»] … Dictionary of Greek
σύνοδος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται στην εκκλησιαστική γλώσσα μία τακτική ή έκτακτη συνέλευση των εκκλησιαστικών ηγετών για την εξέταση δογματικών ή εκκλησιαστικών ζητημάτων. Ο θεσμός της Σ. οφείλεται κυρίως στην εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων στη… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия